σκυτοτρώκτης

σκυτοτρώκτης
ὁ, Μ
(παρωνύμιο που δόθηκε από τον αυτοκράτορα τού Βυζαντίου Νικηφόρο σε άρχοντα τών Βουλγάρων) αυτός που τρώει, που ροκανίζει δέρματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκῦτος «κατεργασμένο δέρμα» + τρώκτης (< τρώγω), πρβλ. ξυλο-τρώκτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”